- πτύο
- το / πτύον, ΝΜΑ, και αττ. τ. πτέον Ανεοελλ.το φτυάριμσν.-αρχ.γεωργικό εργαλείο για το λίχνισμα τών σιτηρών στο αλώνι (α. «οὗ τὸ πτύον ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῡ καὶ διακαθαριεῑ τὴν ἅλωνα αὐτοῡ», ΚΔβ. «ἇς ἐπὶ σωρῶ αὖτις ἐγὼ πάξαιμι μέγα πτύον», Θεόκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. πτύον ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *peu- / pū- «καθαρίζω» και συνδέεται με αρχ. ινδ. pavate, punāti «καθαρίζω», λατ. purus «καθαρός», αρχ. άνω γερμ. fowen «λιχνίζω». Ο ελλ. τ. εμφανίζει αρκτικό συμφωνικό σύμπλεγμα πτ- (αντί π-), το οποίο απαντά σε αρκετές ελλ. λ., πρβλ. πτέρνη, πτίσσω (βλ. λ. πόλεμος). Ο δυσερμήνευτος τ. πτέον —πιθ. αττ. — κατά μία άποψη, προέρχεται από το πτύον με κλειστοποίηση τού -υ- σε -ε- (πρβλ. ὀξύα: ὀξέα, ἰλυός: εἰλεός), ενώ, κατ' άλλη άποψη, εμφανίζει την απαθή βαθμίδα τής ρίζας, απ' όπου προήλθε ο τ. πτύον με επίδραση τού πτύω].
Dictionary of Greek. 2013.